- σπάτος
- τὸ, Α(βοιωτ. τ.) δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπατ-, σπάνια μορφή τού θ. τού σπάω / σπῶ με οδοντικό χαρακτήρα -τ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπάτος — hide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατέων — σπάτος hide neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάτην — σπάτος hide neut acc sg σπά̱την , σπάω drawnthrough imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατίλη — και πατίλη, ἡ, Α 1. υδαρές αποπάτημα 2. αποπάτημα, κόπρος 3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα ίλη, που απαντά σε λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας (πρβλ. κον ίλη, μαρ ίλη). Η λ. με … Dictionary of Greek
νεασπάτωτος — νεασπάτωτος, ον (Α) (για υπόδημα) αυτός που έχει νέο πέλμα, νέα σόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + σπάτος, βοιωτ. τ. «δέρμα»] … Dictionary of Greek
νεοσπάτωτος — νεοσπάτωτος, ον (Α) (βοιωτ. τ.) νεοκάττυτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπάτος* «δέρμα» (< θ. σπατ τού σπάω)] … Dictionary of Greek
σπάτειος — ον, Α [σπάτος] δερμάτινος … Dictionary of Greek
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
σπατίζω — Α [σπάτος] μυζώ, βυζαίνω … Dictionary of Greek
σπατοληαστάς — ὁ, Α (δωρ. τ.) βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάτος «δέρμα» + ληαστάς, δωρ. τ. αντί λειαστής (< λεῖος)] … Dictionary of Greek